Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

του Κώστα Μελά

1.  Στην ιστορική εποχή που ζούμε, για λόγους που έχουν πολλάκις αναλυθεί1, υπάρχει μια σαφής προσπάθεια το οικονομικό να καταλαμβάνει την πρώτη σελίδα της διεθνούς επικαιρότητας σε καθημερινή βάση. Το οικονομικό, και μάλιστα στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, έχει ανακηρυχθεί σε δεσπόζουσα ερμηνευτική και καθοδηγητική μεθοδολογία όλων των στιγμών του κοινωνικού και πολιτικού βίου. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμιστεί με έμφαση ότι ο όρος «οικονομία», ακόμα κι αν χρησιμοποιηθεί με το εξής νόημα: «Πρόκειται για ένα σύστημα αφηρημένων και μετρήσιμων σχέσεων, το οποίο, βάσει ενός ορισμένου τύπου ιδιοποίησης των παραγωγικών πόρων, καθορίζει το σχηματισμό, την ανταλλαγή και την κατανομή των αξιών», δεν μπορεί να αποτελέσει αυτονομημένη περιοχή του κοινωνικού. Η οικονομία στο καπιταλιστικό σύστημα, «παρ’ ότι τείνει να αυτονομηθεί» περισσότερο ως στιγμή της κοινωνικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να υψωθεί ως αυτόνομο σύστημα, που να διέπεται από ιδιαίτερους νόμους, ανεξάρτητους από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις. Η οικονομία παραμένει αφαίρεση. Η κοινωνία, ακόμα κι αν βρίσκεται στην πλέον αναπτυγμένη καπιταλιστική φάση, δεν μπορεί ποτέ να γίνει μια οικονομική κοινωνία, υποβιβάζοντας τις άλλες κοινωνικές σχέσεις σε δευτερεύουσες. Ως εκ τούτου, μόνο κατά παράβαση της αλήθειας που περικλείεται στον προηγηθέντα συλλογισμό μπορούμε να δεχτούμε την πραγματικότητα των οικονομικών σχέσεων ως αυτόνομων. Έχουμε επομένως σαφή αδυναμία της δυνατότητας του οικονομικού να εκφράζεται αυτόνομα, ως αντιπρόσωπος του εαυτού του, απλούστατα διότι ο εαυτός δεν υφίσταται. Η μεθοδολογία με βάση την οποία πρέπει να πραγματοποιείται η μακροοικονομική και η μακροκοινωνική ανάλυση θα πρέπει να προσλαμβάνει τα προβλήματα ως πτυχές ενός ενιαίου κοινωνικο-οικονομικού συνόλου και να επιχειρεί τη συσχέτιση των εξελίξεων που συντελούνται στην παραγωγή, την απασχόληση, την κατανομή του εισοδήματος, τις εργασιακές σχέσεις, την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής δικαιοσύνης… Παρ’ όλα αυτά όμως, η νεοκλασική εκδοχή της οικονομικής σκέψης έχει σχεδόν επιβάλει την άποψή της κατά τρόπο ολοκληρωτικό, κατισχύοντας έναντι των υπόλοιπων σχολών.

Στην προσπάθεια αυτή έχουν επιστρατευτεί τρομακτικού μεγέθους μηχανισμοί, σημαντικότερος των οποίων είναι χωρίς αμφιβολία ο επικοινωνιακός. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια ο αριθμός των εντύπων αλλά και των ηλεκτρονικών μέσων που μεταφέρουν πληροφορίες οικονομικού περιεχομένου να έχει αυξηθεί υπέρμετρα. Όμως, παρά την τρομακτική αύξηση του όγκου των πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά γεγονότα, έχω την εντύπωση ότι σε γενικές γραμμές υπάρχει μεγαλύτερη σύγχυση και αδυναμία κατανόησης των όσων συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν στο οικονομικό επίπεδο. Είμαι βέβαιος ότι έχει αυξηθεί η ημιμάθεια, η οποία τις περισσότερες φορές είναι χειρότερη από την πλήρη αμάθεια. Μέρος της ευθύνης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί έχουν οι ειδικοί του χώρου, οι οικονομολόγοι. Σύμφωνα με τον Π. Κρούγκμαν2 , οι οικονομολόγοι γράφουν με τρεις τρόπους: «Γράφουν με ελληνικά γράμματα, γράφουν με “ανεβαίνουν/πέφτουν” και γράφουν για τα αεροδρόμια». Το γράψιμο με χρήση γραμμάτων του ελληνικού αλφάβητου αποτελεί τον τρόπο επικοινωνίας των καθηγητών (πρόκειται για θεωρητικό, μαθηματικό γράψιμο). Τα οικονομικά του «ανεβαίνουν/πέφτουν» τα συναντάμε στις οικονομικές εφημερίδες και στον ηλεκτρονικό Tύπο και ασχολούνται με ημερήσιες ή και ωριαίες μεταβολές διάφορων μεγεθών, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι σημαντικότατες για τις διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών δεικτών. Τα οικονομικά του αεροδρομίου είναι οι απλοϊκές οικονομικές μελλοντολογικές μυθοπλασίες με τις οποίες έχουμε κατακλυστεί τελευταία. Το συμπέρασμα είναι ότι κανένας από τους παραπάνω τρόπους με τους οποίους γράφουν οι οικονομολόγοι δεν προσφέρεται για την ουσιαστική ενημέρωση του πολίτη σχετικά με την πραγματική κατάσταση της οικονομίας της χώρας στην οποία κατοικεί ή της διεθνούς οικονομίας στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί.

Τα πράγματα δεν είναι καθόλου διαφορετικά στην Ελλάδα. Η ίδια ακριβώς κατάσταση επικρατεί κι εδώ, για να μην ισχυριστούμε ότι σε πολλά σημεία είναι ακόμα χειρότερη. Προς επίρρωση αυτής της θέσης μας, φτάνει να αναφέρουμε την αδυναμία των Eλλήνων πολιτών, αλλά και οποιουδήποτε μελετητή, να αναφέρονται σε αξιόπιστες, πλήρεις και αποδεκτές στατιστικές μετρήσεις όλων των οικονομικών μεγεθών, στη βάση των οποίων καλούνται, αφού τις μελετήσουν, να εξαγάγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Η οικονομική απογραφή που πραγματοποίησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με την ανάληψη των καθηκόντων της αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της αδυναμίας των πολιτών να γνωρίζουν την οικονομική πραγματικότητα. Βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι ως πολίτες με το απλό αλλά ουσιαστικό ερώτημα: Ποια είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας; Υπάρχει τρόπος να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, υπό μία έννοια, αντικειμενικά; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για μια καθαρή και ευθεία απάντηση; Το δημοκρατικό παιχνίδι είναι πρωταρχικά πρόβλημα ενημέρωσης των πολιτών, ζήτημα διάχυσης της γνώσης και απλής κατανόησης των προβλημάτων, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα της σωστής επίλυσής τους.


2. Η σύγχρονη περίοδος, που συμπίπτει με την τελευταία δεκαπενταετία στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από νέες εξελίξεις και νέα φαινόμενα στην οικονομική και στην κοινωνική ζωή. Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται υπό το καθεστώς της Συνθήκης του Μάαστριχτ, την οποία αποδέχτηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, την υιοθέτησαν ασμένως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (Παπανδρέου, Σημίτη) και τη συνεχίζει χωρίς ενδοιασμούς η κυβέρνηση Καραμανλή. Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε ολόκληρη τη συγκεκριμένη περίοδο εξυπηρέτησε αποκλειστικά την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου, της ένταξης της χώρας στο «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης και του εθνικού νομίσματος στη ζώνη του ευρώ. Έτσι, οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία συντελούνται σ’ ένα θεσμοποιημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης (πλήρους απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων, κεφαλαίων και εργασίας, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) σε συνδυασμό με ποσοτικές αγκυλώσεις (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης), που επιβαρύνουν περαιτέρω τις αρνητικές επιπτώσεις της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η επιλογή αυτή αναγορεύτηκε σε υπέρτατη αξία, από την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη του έθνους και του κράτους. Αξίζει να ανατρέξει κανείς σε όσα υποστήριζαν, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα υποστήριζαν, οι κυβερνήσεις Σημίτη, ο έντυπος και ηλεκτρονικός Tύπος, όπως και κάθε λογής διανοούμενοι, στην προσπάθειά τους να πείσουν για την ορθότητα των επιλογών τους. Η ευρωπαϊκή στρατηγική της δημιουργίας του κοινού νομίσματος προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές ελίτ ως απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης για περαιτέρω ισχυροποίηση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου. Δικαιολογήθηκε ως η αναγκαία προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομίας στις νέες συνθήκες διεθνοποίησης του πολυεθνικού κεφαλαίου, με την παράλληλη υπόσχεση της διατήρησης των κατακτήσεων των εργαζομένων, έστω και υπό νέα μορφή. Όμως για όλους εκείνους που αντιπάλεψαν τη συγκεκριμένη στρατηγική υπήρχε εξαρχής η βεβαιότητα ότι το εγχείρημα αυτό θα κατέληγε στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση. Η αποδοχή εκ μέρους των Eυρωπαίων των κανόνων του παιχνιδιού μιας διεθνοποιημένης οικονομίας, όπως επιβλήθηκαν από το αμερικανικό οικονομικό υπόδειγμα, ήταν από την αρχή βέβαιο ότι θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην υιοθέτηση της συνολικής αμερικανικής κοινωνικής και οικονομικής φιλοσοφίας. Δημιουργήθηκε, συνεπώς, ένα ενιαίο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη πρόταση οικονομικής πολιτικής, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης και των αναδιανεμητικών λειτουργιών του κράτους, με συνέπεια την ακύρωση βασικών χαρακτηριστικών της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, την «απελευθέρωση των αγορών», τη μείωση των πραγματικών μισθών, την ευελιξία και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής προστασίας, τις απολύσεις κ.τ.λ. Όλα αυτά με βασική επιδίωξη τη σταθερότητα των μακροοικονομικών μεγεθών του πληθωρισμού και των δημόσιων ελλειμμάτων, τη μείωση του κόστους παραγωγής, τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας με διαρθρωτικές αλλαγές μείωσης του κόστους εργασίας, τον περιορισμό και την κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και, τελικά, την ουσιαστική απαλλαγή του συστήματος από οποιαδήποτε συλλογική διαπραγμάτευση. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε, και εξακολουθεί να κινείται, η ελληνική οικονομική πολιτική, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα αναβαθμίσει τη θέση της χώρας στο συγκεκριμένο περιβάλλον της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας ολόκληρη την περίοδο 1992-2005 έχει ως αποτέλεσμα σημαντικό κοινωνικό κόστος, δηλαδή υψηλή ανεργία, συρρίκνωση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ένταση των εισοδηματικών ανισοτήτων σε βάρος της εργασίας, περιθωριοποίηση, κοινωνικούς αποκλεισμούς και συγχρόνως υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν –και αποτελούν– τις βασικές διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες και τα δύο κυβερνητικά κόμματα όχι μόνο υιοθέτησαν, αλλά και πρόβαλλαν ως πανάκεια για κάθε πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Ο δημόσιος τομέας, αφού υπέστη τα πάνδεινα από τους εκάστοτε κυβερνώντες, τώρα παραδίδεται βορά στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου, του οποίου η ιστορική διαδρομή, ειδικά στην Ελλάδα, διαγράφεται εν μία νυκτί. Όλη η δόξα στους σημερινούς νικητές, η λήθη στους ηττημένους.

3. Θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση ότι για κάθε οικονομία τα μεγέθη που έχουν πρωταρχική σημασία είναι: η παραγωγικότητα της εργασίας, η ανεργία και η διανομή του εισοδήματος. Aν τα παραπάνω σημαντικά μεγέθη δεν πάνε καλά, είναι σχεδόν αδύνατον η οικονομία να επιτελέσει θετικά βήματα. Όμως η οικονομική πολιτική που ασκείται σήμερα ελάχιστα ασχολείται με τα παραπάνω μεγέθη. Για του λόγου το αληθές, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί οικονομική πολιτική θέτοντας στόχους στους οποίους κανένα από τα αναφερθέντα μεγέθη δεν συμπεριλαμβάνεται. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η οποία αποτελεί το ανελαστικό μακροοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των οικονομιών της ευρωζώνης, έχουν ποσοτικοποιηθεί οι εξής στόχοι: ο πληθωρισμός, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το εξωτερικό δημόσιο χρέος. Στα οικονομικά της ευημερίας, τα οποία αποτελούν βασικό πυλώνα της οικονομικής θεωρίας και σκοπίμως έχουν τεθεί στο περιθώριο από τους σύγχρονους νεοκλασικούς οικονομολόγους, στόχος κάθε κυβέρνησης είναι η επίτευξη της μέγιστης δυνατής κοινωνικής ευημερίας. Η θέση αυτή, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται, οδηγεί ευθέως στην αξιολογική πλευρά της οικονομίας, θέτοντας σε βαθιά κρίση τις απόψεις περί οικονομίας ως θετικής επιστήμης. Στο πλαίσιο της μακροοικονομικής ανάλυσης, η επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας συγκεκριμενοποιείται στους γνωστούς στόχους της οικονομικής πολιτικής:
  • Πλήρης απασχόληση του εργατικού δυναμικού.
  • Yψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης.
  • Σταθερότητα του γενικού επιπέδου τιμών.
  • Προσαρμογή του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
  • Mείωση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος.

Ακόμα και στο μακροοικονομικό επίπεδο διαχείρισης της οικονομίας διακρίνεται εμφανώς η απόσταση που χωρίζει την οικονομική θεωρία από όσα έχουν υιοθετηθεί στο Μάαστριχτ. Aν στην αρχή της υιοθέτησης των τριών ανελαστικά ποσοτικοποιημένων στόχων η επικέντρωση σε αυτούς αποτελούσε μια μη οικονομική πολιτική, πρωτοφανή στα παγκόσμια οικονομικά δρώμενα, έπειτα από την πάροδο δεκατριών ετών, με προφανή τα αρνητικά αποτελέσματα στις ευρωπαϊκές οικονομίες, το να επιμένεις στην ίδια πολιτική είναι όχι μόνο καταστροφικό, αλλά και απροκάλυπτα ταξικό.

Oι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996–2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές, αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις, υπερβαίνοντας κάθε μέτρο σε κομπορρημοσύνη και ψεύτικες υποσχέσεις. Δυστυχώς, στον ίδιο –και σε πολλά σημεία χειρότερο– δρόμο βαδίζει σήμερα και η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Ο όρος «ισχυρή οικονομία», υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος3 , «προέκυψε ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997–2004». Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επιτέλους την «επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους». Θα διερευνήσουμε στη συνέχεια με βάση τα τρία πρωταρχικά κριτήρια τους ισχυρισμούς περί ισχυρής οικονομίας και, ακολούθως, θα αναφερθούμε στους υπόλοιπους στόχους της οικονομικής πολιτικής.


4. Η παραγωγικότητα συνδέεται άμεσα με το βιοτικό επίπεδο κάθε χώρας. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί συνεχής και μακροπρόθεσμη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Μια ισχυρή και αποτελεσματική οικονομία επιτυγχάνει τη συνεχή άνοδο του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ. Η αύξηση της παραγωγικότητας συμβάλλει στην αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (αν όλες οι άλλες παράμετροι μένουν σταθερές – ceteris paribus). Αν μετακινηθεί η υπόθεση ceteris paribus, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξάνεται αν συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού οικονομικού πληθυσμού (νόμος του Okun). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ύπαρξη ανεργίας προκαλεί αρνητικές επιδράσεις στη δυνητική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει βραδύνουσα κεφαλαιακή παραγωγική δυναμικότητα. Ο πρώτος απόλυτος περιορισμός, θα έλεγα, είναι ότι δεν πρέπει με την αύξηση της παραγωγικότητας να αυξάνουμε την ανεργία. Συγχρόνως, η επιδίωξη της αύξησης της παραγωγικότητας θα πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της συμμετοχής των απασχολουμένων ως ποσοστού του συνολικού πληθυσμού, διότι όσο περισσότεροι εργαζόμενοι συμμετέχουν τόσο περισσότερο προϊόν παράγεται και τόσο μεγαλύτερο είναι το ΑΕΠ, με την προϋπόθεση ότι η παραγωγικότητα παραμένει τουλάχιστον σταθερή. Αυτός είναι ο δεύτερος περιορισμός που πρέπει να τηρείται. Επομένως, η συμμετοχή των απασχολουμένων ως ποσοστού του πληθυσμού έχει μεγάλη σημασία για την εκτίμηση της αύξησης του κατά κεφαλήν πραγματικού προϊόντος. Συνεπώς, η μεταβολή του κατά κεφαλήν εισοδήματος (προϊόν προς τον πληθυσμό) θα πρέπει να συναρτάται με την παραγωγικότητα της εργασίας, με τη συμμετοχή της εργασίας και με την ανεργία.

Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης των οικονομιών. Όλες οι ενέργειές μας, οποιαδήποτε μέτρα πάρουμε, οποιαδήποτε επιλογή κάνουμε, είτε αφορά τη δημοσιονομική πολιτική είτε τη νομισματική είτε την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού είτε την τεχνολογική αναδιάρθρωση κ.τ.λ., στην ουσία επιδρούν στην παραγωγικότητα. Όπως γνωρίζουμε, παραγωγικότητα είναι το παραγόμενο προϊόν προς τον αριθμό των απασχολουμένων. Η παραγωγικότητα είναι ο βασικός άξονας στον οποίο συγκλίνουν τα πάντα σε μια οικονομία, γιατί η παραγωγικότητα της εργασίας και το βιοτικό επίπεδο συνδέονται στενά.

Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα; Μπορεί να αυξηθεί με τρεις τρόπους: O πρώτος τρόπος είναι να μεγαλώσει ο αριθμητής (παραγόμενο προϊόν) ενώ ο παρανομαστής παραμένει σταθερός (αριθμός των εργαζομένων). Ο δεύτερος τρόπος είναι να παραμείνει σταθερός ο αριθμητής (παραγόμενο προϊόν) και να μειωθεί ο παρανομαστής (αριθμός εργαζομένων). Δηλαδή μπορεί να γίνει αύξηση της παραγωγικότητας με μείωση του αριθμού των εργαζομένων και διατήρηση του ύψους παραγωγής. Η λύση αυτή μας δημιουργεί πρόβλημα. Επιδιώκουμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα της εργασίας, άρα και το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά εις βάρος της απασχόλησης. Δεν μπορούμε να αυξάνουμε την παραγωγικότητα μέσω της μείωσης των απασχολουμένων γιατί έτσι αυξάνουμε την ανεργία. Ο τρίτος τρόπος είναι ο ρυθμός μεταβολής του αριθμητή (παραγόμενου προϊόντος) να είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό μεταβολής του παρανομαστή (αριθμού των εργαζομένων). Η αλγεβρική αντιμετώπιση του ζητήματος μας παρέχει μόνο το αναλυτικό πλαίσιο που είναι χρήσιμο για την οικονομική διερεύνηση του ζητήματος της μεταβολής της παραγωγικότητας. Αυτό πρόκειται να κάνουμε στη συνέχεια.
Τώρα πρέπει να διερευνήσουμε την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα: Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα από το 1975 αρχίζει να έχει φθίνουσα πορεία. Φτάνει στο κατώτατο σημείο τα έτη 1988 και 19904 . Από το 1990 και μετά αρχίζει να ανεβαίνει, μέχρι και σήμερα, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 1975. Το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι η πραγματική σύγκλιση με την ευρωπαϊκή. Επομένως, το μέτρο σύγκρισης είναι ο μέσος όρος παραγωγικότητας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το 1996 και μετά η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική οικονομία αυξάνει ταχύτερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πίνακας 1), ο οποίος παρουσίασε συρρίκνωση.

Πίνακας 1
Παραγωγικότητα της εργασίας (% ετήσιες μεταβολές)
Παραγωγικότητα εργασίας
1961-90
1991-95
1996-00
2000
2001
2002
2003
2004
2005 (προβλέψεις)
Ελλάδα
4,2
0,7
2,5
4,2
4,6
3,2
2,0
1,3
1,3
Ζώνη ευρώ
3,2
1,7
1,1
1,3
0,2
0,4
1,6
1,4
1,4
ΕΕ 15
2,9
1,9
1,3
1,6
0,5
1,9
1,6
1,4
1,4
ΗΠΑ
1,6
1,4
2,0
1,4
0,8
3,1
3,3
3,3
3,3
Ιαπωνία
5,1
0,8
1,3
2,5
0,8
1,7
3,2
2,5
2,5

Πηγή: European Economy, No 2/2005

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα έχει επιταχυνθεί σημαντικά, από 0,8% την περίοδο 1980–89 και 0,4% την περίοδο 1990–95 σε 2,7% την περίοδο 1996–2004. Οι παραπάνω εξελίξεις έχουν οδηγήσει το σημερινό επίπεδο της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας στο 85% του μέσου όρου της ΕΕ για το 2003, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος 5 , και στο 88% για το 2004, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ5 . Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι κατά 12%–13% χαμηλότερη απ’ ό,τι στην ΕΕ των «15». Από την ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά προσδιοριστικούς παράγοντες προκύπτει ότι η ενίσχυση των ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αντανακλά αφενός τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του λόγου κεφαλαίου-εργασίας την περίοδο 1996–2004 και αφετέρου τους ταχύτερους ρυθμούς ανόδου της «συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής»7 . Ο πρώτος παράγοντας μπορεί να συσχετιστεί με την ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων, οι οποίες αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,5% την ίδια περίοδο. Σημαντικό ρόλο στην ίδια κατεύθυνση διαδραμάτισαν και οι δημόσιες επενδύσεις, συμβάλλοντας στη βελτίωση των υποδομών. Όμως η αύξηση αυτή της παραγωγικότητας δεν συνοδεύτηκε από παράλληλη αύξηση της απασχόλησης. Στην Ελλάδα παρατηρείται στασιμότητα της απασχόλησης στη διάρκεια των ετών 1994-2004, δηλαδή σε μια περίοδο ανάκαμψης της οικονομίας (πίνακας 2). Το γεγονός αυτό αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, που χρειάζεται προσεκτική θεωρητική αντιμετώπιση. Η στασιμότητα της απασχόλησης έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα. Το 2004 διαμορφώθηκε στο 10,5%, ποσοστό από τα υψηλότερα της Ευρώπης των «15», το δεύτερο υψηλότερο μετά από αυτό της Ισπανίας και κατά πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ των «15», που διαμορφώθηκε στο 8% περίπου. Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν αύξηση της ανεργίας και για το 2005, διαψεύδοντας τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΙΝΕ8 . Η παραπάνω εξέλιξη παρουσιάζει με σαφή τρόπο ότι η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα προκύπτει ως αποτέλεσμα του πρώτου τρόπου αύξησης, σύμφωνα με την τυπολογία που έχουμε παρουσιάσει προηγουμένως. Επομένως, στο δεύτερο μέγεθος που έχει πρωταρχική σημασία για την οικονομία μιας χώρας, και το οποίο θέσαμε στην αρχή της εργασίας μας, έχουμε δυσμενείς εξελίξεις αναφορικά με την ελληνική οικονομία. Το τρίτο σημείο στο οποίο θα αναφερθούμε αφορά την κατανομή του εισοδήματος τη συγκεκριμένη περίοδο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία9 , το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ (σε τιμές αγοράς) ακολούθησε πτωτική πορεία από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’80. Το 1983 το μερίδιο της εργασίας είχε φτάσει στο ιστορικά υψηλότερο σημείο του (69% σε τιμές αγοράς), ενώ στο τέλος του 2004 βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του (58,6% σε τιμές αγοράς). Το μερίδιο του κεφαλαίου ειδικά τη δεκαετία του ’90 παρουσιάζει υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς. Ακόμη, στο πεδίο της ανισοκατανομής του εθνικού εισοδήματος η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση, πίσω από την Πορτογαλία και μπροστά από την Ισπανία10 . Eπίσης, το ποσοστό των πολιτών στα όρια της φτώχειας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 20% (2003), έναντι του 16% στην ΕΕ των «15»11. Επομένως, και στο τρίτο κριτήριο-μέγεθος η ασκηθείσα οικονομική πολιτική παρουσιάζεται αναποτελεσματική, οδηγώντας την οικονομία σε σημαντικές ανισορροπίες και την κοινωνία σε κατάσταση αδυναμίας και ανέχειας.

Πίνακας 2
Πληθυσμός, εργατικό δυναμικό και απασχόληση(% ετήσια μεταβολή)

2004 (σε χιλ. άτομα)
2000
2001
2002
2003
2004
Πληθυσμός ηλικίας 15 ετών και άνω
9.057
0,9
0,8
0,7
0,6

Πληθυσμός ηλικίας 15-64
7.127
0,5
0,3
0,2
0,1

Εργατικό Δυναμικό
4.823
0,7
-0,8
1,5
1,6

Απασχόληση
4.330
1,4
0,1
2,1
2,3

Πρωτογενής Τομέας
546
1,2
-7,2
-2,0
1,1

Δευτερογενής Τομέας
974
-0,2
2,0
1,0
1,2

Τριτογενής Τομέας
2.811
2,1
1,5
3,6
3,0

% συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό
4.742
63,9
63,2
64,2
65,1
66,5
% απασχόλησης
4.250
56,6
56,5
57,7
58,9
59,6
Ανεργία ως % του εργατικού δυναμικού
493
11,2
10,4
9,9
9,3
10,2

Πηγή:
Έκθεση του διοικητή (2005) της Τραπέζης της Ελλάδος.

Συμπερασματικά, και σύμφωνα με τα κριτήρια που κατά κοινή ομολογία είναι αποδεκτά, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει έντονες ανισορροπίες, που οφείλονται στην ασκούμενη οικονομική πολιτική, η οποία επιβάλλεται σε μεγάλο βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση και γίνεται αποδεκτή χωρίς αιτιάσεις από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η άρση αυτών των ανισορροπιών επιβάλλει αλλαγή του μείγματος και των στόχων της οικονομικής πολιτικής. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούν να υλοποιήσουν αυτές τις αλλαγές. Οπωσδήποτε, όμως, δεν θα είναι αυτές που αποδέχονται τη λογική της πλήρους προσαρμογής στο παγκόσμιο και στο ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.
Υποσημειώσεις

[1] Κ. Μελάς, Παγκοσμιοποίηση, εκδόσεις Εξάντας, 1999• Κ. Μελάς και Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και πολυεθνικές επιχειρήσεις, εκδόσεις Παπαζήση, 2005.

[2] P. Krugman, Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών, εκδόσεις Πόλις, 1995.

[3] Κ. Βεργόπουλος, Η αρπαγή του πλούτου, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνης, 2005.

[4] Β. Βοsworth και T. Κολλίντζας, Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, Τράπεζα της Ελλάδος, 2002.

[5] Έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, 2005.

[6] «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2004.

[7] Έκθεση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, 2005.

[8] «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», ό.π., κεφ. 4.

[9] «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2000, 2001, 2002, 2003, 2004.

[10] Eurostat, New Cronos Database.

[11] Το ποσοστό των πολιτών στα όρια της φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων (επί του συνόλου του πληθυσμού) των οποίων το χρηματικό εισόδημα (αφού ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές μεταβιβάσεις) βρίσκεται κάτω από τη «γραμμή της φτώχειας», δηλαδή στο 60% της διαμέσου της κατανομής ολόκληρου του πληθυσμού.

Ο Κώστας Μελάς είναι  Πανεπιστημιακός, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μηνιαίας Επιθεώρησης (Monthly Review). Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στη Μηνιαία Επιθεώρηση, No. 9, Σεπτέμβριος 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου